- δελαστρεύς
- δελαστρεύς, έως, ὁ,A using bait,
ἰχθυβολῆες Nic.Th.793
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχθυβολῆες Nic.Th.793
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελαστρεύς — δελαστρεύς, ο (Α) αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί *δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
δελαστρέες — δελαστρεύς using bait masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)